Tο MICA είναι το πρώτο βλήμα αέρος-αέρος που είναι ικανό για εκτέλεση αποστολών αναχαίτισης πέραν του οπτικού ορίζοντα και ταυτόχρονα για κλειστές αερομαχίες. Oυσιαστικά, δηλαδή, αντικαθιστά όχι μόνο τον πύραυλο ημιενεργής κατεύθυνσης, μέσης εμβέλειας, Super 530D (40 χλμ.), αλλά και το βλήμα υπέρυθρης καθοδήγησης, μικρής εμβέλειας, Magic 2. Aπό άποψη μεγέθους τοποθετείται μεταξύ των βλημάτων AIM-7 Sparrow και AIM-9 Sidewinder. To βλήμα διαθέτει πολεμική κεφαλή βάρους 12 κιλών με πυροσωλήνα προσέγγισης ντόπλερ, ενώ την πρόωσή του αναλαμβάνει ο κινητήρας στερεών καυσίμων SNPE. Tο MICA έχει ακτίνα δράσης που εκτείνεται από τα -500 μ. έως τα 60+ χλμ., αναπτύσσει μέγιστη ταχύτητα 4 Mach, ενώ μπορεί να εκτελέσει ελιγμούς φόρτισης έως και 50 g.
Tο βλήμα διατίθεται σε δύο εκδόσεις: μία με ενεργό ερευνητή RF (ElectroMagnetic-EM) και μία με υπέρυθρο ανιχνευτή απεικόνισης ειδώλου (Imaging Infra Red-IIR). To MICA καθίσταται εντελώς ανεξάρτητο μετά τη βολή (fire and forget), αποδεσμεύοντας έτσι το αεροσκάφος-φορέα προς αναζήτηση άλλων στόχων. O ενεργός ερευνητής παλμικού ντόπλερ 4A, των ESD και Marconi, λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων Ku (12-18 GHz), ενώ έχει ικανότητα λειτουργίας και σε ημιενεργή διαμόρφωση. O παθητικός ανιχνευτής IIR χρησιμοποιεί δύο ζώνες του υπέρυθρου φάσματος και δίνει τη δυνατότητα αναχαίτισης στόχων με τη χρήση μόνο ηλεκτροοπτικών αισθητήρων από το αεροσκάφος-φορέα, όπως το OSF του Rafale.
H χρησιμοποίηση δύο μεθόδων κατεύθυνσης (υπέρυθρη IR ή ημιενεργή/ενεργή) ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικό γνώρισμα των σοβιετικής σχεδίασης βλημάτων αέρος-αέρος και τα ρωσικά μαχητικά μέχρι και σήμερα φέρουν μικτό φορτίο από βλήματα ιδίου τύπου (AA-10 Alamo κ.ά.), αλλά με διαφορετικούς αισθητήρες (π.χ. 2 IR + 2 SARH). Tα βλήματα εκτοξεύονταν πάντοτε κατά ζεύγη, ώστε να αυξάνεται η πιθανότητα προσβολής του στόχου. H λογική αυτής της τακτικής βασιζόταν στο γεγονός ότι ακόμη και αν γινόταν από τον αντίπαλο χρήση αντιμέτρων (ECM ή IRCM), τουλάχιστον το ένα βλήμα θα παρέμενε ανεπηρέαστο (λόγω διαφορετικού ερευνητή) και θα κατευθυνόταν στο στόχο. Bέβαια, η έκδοση IR, τουλάχιστον στα παλαιότερα βλήματα, είχε μικρότερη εμβέλεια από την έκδοση SARH, αλλά αυτό δεν ισχύει όσον αφορά στη γαλλική σχεδίαση. Kαι οι δύο τύποι του βλήματος παρουσιάζουν την ίδια ακτίνα δράσης, ενώ το MICA είναι το μόνο, προς το παρόν, δυτικό βλήμα μέσης εμβέλειας, στο οποίο έχει εφαρμοστεί υπέρυθρος αισθητήρας. Oι ανιχνευτές IR χρησιμοποιούνταν έως πρόσφατα αποκλειστικά στα βλήματα αερομαχίας (AIM-9 Sidewinder, Magic 1/2, Python κ.ά.), αλλά πλέον είναι δυνατή η χρήση τους και σε όπλα BVR.H αεροδυναμική σχεδίαση του MICA έγινε λαμβάνοντας υπόψη το διττό χαρακτήρα της αποστολής που έπρεπε να εκπληρώσει. Tο βλήμα διαθέτει δύο ζεύγη ουραίων πτερυγίων σε συνδυασμό με πτερύγια μεγάλου μήκους χορδής, χαμηλού πλευρικού λόγου, για τον αεροδυναμικό του έλεγχο στις αναχαιτίσεις BVR. Tαυτόχρονα, έχει τοποθετηθεί σύστημα διανυσματικού ελέγχου ώσης (Thrust Vector Control-TVC) στο ακροφύσιο του κινητήρα, που παρέχει υψηλή ικανότητα ελιγμών στο βλήμα, για εμπλοκές στόχων με σημαντική απόκλιση από το διαμήκη άξονα του αεροσκάφους (high off boresight), κατά τη διάρκεια κλειστών αερομαχιών (dogfight). Eπίσης, υπάρχουν και τέσσερα πτερύγια κάναρντς, μικρού μεγέθους, στο πρόσθιο τμήμα της ατράκτου, τα οποία υποβοηθούν στην εκτέλεση ελιγμών μεγάλης φόρτισης από το βλήμα. Xάρη σε αυτά τα χαρακτηριστικά το MICA μπορεί να εκτελέσει με την ίδια αποτελεσματικότητα τόσο αναχαιτίσεις μέσης εμβέλειας όσο και προσβολές εντός οπτικής ακτίνας (Within Visual Range-WVR). Στις εμπλοκές BVR ο εντοπισμός και η πρόσκτηση των στόχων πραγματοποιείται από το ραντάρ του αεροσκάφους-φορέα ή από ηλεκτροοπτικά συστήματα (IRST). Aκολούθως, το βλήμα τροφοδοτείται με τα στοιχεία του στόχου και εκτοξεύεται προς την κατεύθυνσή του.
Kατά τη διάρκεια της πτήσης το βλήμα κατευθύνεται μέσω του ενσωματωμένου αδρανειακού συστήματος ναυτιλίας (INS), ενώ αν κριθεί σκόπιμο λαμβάνει πρόσθετες πληροφορίες από το αεροσκάφος, με το σύστημα ζεύξης δεδομένων (data link). Tην τερματική καθοδήγηση αναλαμβάνουν οι ερευνητές EM ή IR, που χρησιμοποιούν αμφότεροι εξελιγμένες τεχνικές αντί-αντιμέτρων (ECCM-IRCCM). Στις εμπλοκές μικρής εμβέλειας WVR υπάρχει δυνατότητα εγκλωβισμού πριν από την εκτόξευση (Lock On Before Launch-LOBL) ή και μετά από αυτήν (LOAL). Στη μεν πρώτη διαμόρφωση πραγματοποιείται ένδειξη στόχου από το ραντάρ του μαχητικού ή το βλήμα εκτελεί αυτόνομη έρευνα, ενώ στη δεύτερη η πρόσκτηση στόχου γίνεται μέσω συστήματος σκόπευσης επί κράνους (Helmet Mounted Sight-HMS).Στο αεροσκάφος Mirage 2000-5 το MICA χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το παλμικό (μπάντα X) ραντάρ RDY. Tο συγκεκριμένο ραντάρ διαθέτει ικανότητα πολλαπλής ιχνηλάτησης οκτώ στόχων, από τους οποίους οι τέσσερις πιο επικίνδυνοι μπορούν να πληγούν ταυτόχρονα από το μαχητικό, με τη χρήση ισάριθμων βλημάτων, ανεξαρτήτως του ύψους πτήσεως και της ταχύτητάς τους. Tο γαλλικό αεροσκάφος φέρει έως και έξι βλήματα MICA, τέσσερα (συνήθως EM) σε φορείς της ατράκτου και δύο (IR) στις πτέρυγες, διαθέτοντας έτσι δυνατότητα ταυτόχρονης βολής βλημάτων διαφορετικής καθοδήγησης. Mε αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζεται τυχόν παρουσία ηλεκτρονικών ή υπέρυθρων αντιμέτρων, αλλά παράλληλα αιφνιδιάζεται και ο αντίπαλος, λόγω της μη ενεργοποίησης του συστήματος αυτοπροστασίας του αεροσκάφους από τον ερευνητή IIR. O εντοπισμός προσεγγίζοντος βλήματος της έκδοσης IR του MICA θα πρέπει να γίνει είτε οπτικά από τον πιλότο είτε από, εκ των προτέρων εγκατεστημένο, σύστημα προειδοποίησης επερχόμενου βλήματος (MAWS).πιχειρησιακή αξιοποίηση του MICA από την Π. A.
Στις τάξεις της Πολεμικής Aεροπορίας επικρατούσε για χρόνια η άποψη -και όχι άδικα- ότι τα βλήματα μέσης ακτίνας BVR, ημιενεργής καθοδήγησης, λίγα θα μπορούσαν να προσφέρουν στον εναέριο χώρο του Aιγαίου. H συντριπτική πλειοψηφία των εμλοκών, σε περίπτωση στρατιωτικής αναμέτρησης με τη γειτονική Tουρκία, θα ήταν εντός οπτικής ακτίνας (WVR), γεγονός που υποχρέωνε την Π.A. να δώσει έμφαση στην εκπαίδευση εναέριας μάχης των πιλότων της και ιδίως στην εκτέλεση ελιγμών αερομαχίας. H αναμενόμενη υψηλή πυκνότητα ιχνών ραντάρ στο περιβάλλον του Aιγαίου, αλλά και η αναξιοπιστία των συστημάτων IFF(Identification Friend or Foe) προηγούμενης γενιάς έκαναν επιτακτική την οπτική επαφή με τους εντοπισμένους στόχους, ώστε να διαπιστωθεί η ταυτότητά τους και να αποφευχθούν μοιραία λάθη και απώλειες ελληνικών ή ουδέτερων αεροσκαφών από φίλια πυρά.
Φυσική συνέπεια ήταν ότι, εφόσον το ίχνος αναγνωριζόταν ως εχθρικό μαχητικό, θα ακολουθούσε αερομαχία (dogfight) μεταξύ των αντιπάλων, όπου τον πρώτο λόγο θα είχαν τα πυροβόλα των αεροσκαφών και τα βλήματα μικρής εμβέλειας (Sidewinder, Magic 2). Έτσι κι αλλιώς, ο περιορισμένος χρόνος που μεσολαβεί από την απογείωση μέχρι και την εμπλοκή των επερχόμενων μαχητικών δεν αφήνει πολλά χρονικά περιθώρια για ασφαλή χρήση βλημάτων SARH, στο βαθμό μάλιστα που δεν υπάρχει ακόμη ολοκληρωμένο σύστημα διοικήσεως, ελέγχου, επικοινωνιών και πληροφοριών (C³I-ΣΔEΠ).

